-
1 ἐξ-αΐσσω
ἐξ-αΐσσω, att. - ᾴττω, heraus-, hervoreilen, -stürzen; Hom. in tmesi, ἐκ δέ μοι ἔγχος ἠΐχϑη Il. 3, 368; ἐξῃξάτην οὖν δύο δράκοντ' ἐκ τοῠ νεώ Ar. Plut. 733, vgl. Ran. 567; Plut. Brut. 15 u. sonst einzeln bei Sp.; τὸ ἐξᾷττον, das Auffahrende, die Heftigkeit, Plut. prof. virt. sent. p. 263.
-
2 ἐξαΐσσω
ἐξ-αΐσσω, heraus-, hervoreilen, -stürzen; τὸ ἐξᾷττον, das Auffahrende, die Heftigkeit
См. также в других словарях:
ἐξᾶττον — ἐξᾶ̱ττον , ἐξαίσσω rush forth imperf ind act 3rd pl (attic doric aeolic) ἐξᾶ̱ττον , ἐξαίσσω rush forth imperf ind act 1st sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάττω — ἐξᾴττω (Α) [αττω] 1. αττ. τ. τού εξαΐσσω* 2. (το ουδ. τής μτχ. ως ουσ.) το ἐξᾷττον η σφοδρότητα … Dictionary of Greek
εξαΐσσω — ἐξαΐσσω και ἐξᾴσσω, και αττ. τ. ἐξᾴττω (Α) [αΐσσω] 1. πηδώ έξω, ορμώ προς τα εμπρός («ἐκ δέ τῶ άΐξαντε πυλάων», Ομ. Ιλ.) 2. αναπηδώ, ανατινάσσομαι 3. (το ουδ. τής μτχ. ως ουσ.) τὸ ἐξᾷττον βιαιότητα, σφοδρότητα … Dictionary of Greek